Στήν ἀντίληψή μας ὑπέπεσαν κάποιες δοξασίες πού κρίνω σκόπιμο νά τίς ἀναφέρω...

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010 9:55 π.μ. Άπό Δωρόθεος Μοναχός

Ἐρώτηση : Στήν ἀντίληψή μας ὑπέπεσαν κάποιες δοξασίες πού κρίνω σκόπιμο νά τίς ἀναφέρω. Ἡ α’, ὅτι ἡ Καινή Διαθήκη ἐγράφη τυχαίως στήν ἑλληνική γλῶσσα· β’, ὅτι στήν Ἐκκλησία παρατηρεῖται στατικότης, λόγῳ ἀπηρχαιωμένων ἀντιλήψεων· γ’ ὅτι ὁ ἐμφανιζόμενος στήν Παλαιά Διαθήκη Γιαχβέ εἶναι ὁ ἄναρχος Πατήρ· δ’ ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀπαντᾶται στό βιβλίο τῆς «Γενέσεως», ὡς «ρονάχ ἐλλοχίμ»

(Μαρίνα, Ἀθήναι)


Άπάντηση: 1) Τά θεουργικά δέν γίνονται στήν τύχη· οὔτε, ἀκόμα, καί ἡ σωτηρία ἑνός ταπεινοῦ ἀνθρώπου ἀφοῦ καί αὐτοῦ ὁ ἄγγελος «διά παντός βλέπει τό πρόσωπον τοῦ Πατρός» (Ματ. ιθ΄ 10-14), πολλῷ μᾶλλον ὅταν τίθενται οἱ βάσεις τῆς διαιωνίου σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων πάντων. Λιγότερο μωρό θά ἦταν νά δεχθοῦμε πώς σύμπασα ἡ Κτίσις δημιουργήθηκε κατά τύχη, παρά πώς ἡ Ἁγία Γραφή ἐγράφη ἑλληνιστί τυχαῖα. Ἡ ἀτίμητη γλῶσσα μας ἐπελέγη προαιωνίως ἀπό τή θεία Πρόνοια, κατά τό «ἀνάγκῃ», καί δύναται νά γίνη, ὄχι μόνο ἐπιλογή γλώσσης, ἀλλά καί «νόμου μετάθεσις» (βλ. Ἑβρ. ζ΄ 12). Είναι αὐτονόητο, ἡ ἀνάγκη, καί οἱ αἰτιοκρατικές της συνιστῶσες, εἶναι ἀδύνατον νά δημιουργήσουν στενότητα ἐπιλογῆς παρά τῷ Θεῷ, ἀφοῦ Αὐτός ὑπερβαίνει καί ἀθετεῖ ὅποια ἀνάγκη καί ὅποιο νόμο. Ἐπί τοῦ Θεοῦ ἡ ἀνάγκη ἔγκειται στήν ἐπ’ ἐλευθερίᾳ ἐπιλογή τινός τῶν προτιμητέων δημιουργημάτων ἤ ἐνεργημάτων (βλ. Μαρ. α’ 33 / Λουκ. δ’ 43· ιγ’ 33· κβ’ 37 / Ἰω. δ’ 4· στ’ 71· ια’ 51· κα’ 22 / Ρωμ. θ’ 13 / Ἑβρ. θ’ 26).

Ἐν προκειμένῳ, ποιά ἀνάγκη ἀνεφύετο, γιά νά προτιμηθῆ ἡ Ἑλληνική γλῶσσα στή συγγραφή τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων; Ὅτι μέ τή γλῶσσα αὐτή διετυπώνοντο ἔννοιες καί ὑφολογικές διαχρωματώσεις λεπτότατες. Ἄρα προσεφέρετο ἐργαλεῖο τέλειο, πού θά χρησίμευε στήν ἀσφαλῆ μετοχέτευση τῶν ἀφθάρτων τῆς Πίστεως δογμάτων, ἀπό Θεοῦ πρός βροτούς.

Θά γνωρίζετε πώς ἡ οὐρανόφθογγη γλῶσσα μας ἦταν καταγραμμένη σέ ἀλφαβητάριο ἀπηρτισμένο ἀπό δεινούς φιλολόγους ἤδη ἀπό τήν ἀλεξανδρινή ἐποχή. Τό κάθε γράμμα ἀνεγνωρίζετο ἀπό τήν γραφή του, τήν ὀνομασία του, τόν ἦχο του, τή σειρά του στό ἀλφαβητάριο. Ἄλλη γλῶσσα δέν εἶχε ἀλφαβητάριο, ἐκτός ἀπό κάποιο ὑποτυπῶδες γραμματάριο. Τό πρῶτο ἀλφαβητάριο, πού συνετάχθη, πολλούς αἰῶνες μετά τό ἑλληνικό, ἦταν τό ἀρμενικό, πού δημιοὐργησε ὁ Ἰσαάκ ὁ Α’ πατριάρχης Ἀρμενίας, ὁ Μέγας (+439 μ.Χ.). Νά ἀναφέρουμε, ὡς ἐν παρόδῳ, τά σλαβωνικά ἀλφαβητάρια συνετάχθησαν τόν Ι’ αἰῶνα, τό δέ ἀλβανικό, τόν Κ’!

Οἱ γλῶσσες, πού ἐνδεχομένως θά συνεγράφετο ἡ Ἁγία Γραφή ἦταν τρεῖς, οἱ λεγόμενες καί «Βιβλικές»: ἡ ἑλληνική, ἡ λατινική καί ἡ ἑβραϊκή (βλ. Λουκ. κγ’ 38 / Ἰω. ιθ’ 20). Ἀσφαλῶς θά ἦταν δυνατόν νά προτιμηθῆ καί ἄλλη γλῶσσα, ὅμως τοὐλάχιστον, νά εἶχε γραφή, ἀλλά καί τή δυνατότητα χρήσεως ἀφηρημένων οὐσιαστικῶν. Νομίζετε πώς ἦταν πολλές αὐτές οἱ γλῶσσες;

Εἴχαμε τήν πρόθεση, μέ τό ἀλφαβητάριο πού ἀναφέραμε πιό πρίν, νά σταθοῦμε σέ μία λεπτομέρεια πολύ σημαντική: στόν λόγο τοῦ Κυρίου μας, γιά τά «ἰῶτα» καί τήν «κεραία» (Ματ. ε’ 18). Ὁ Χριστός παραθέτει δύο στοιχεῖα πού στή γλῶσσα μας πλεόναζαν καί ἦταν γνωστά σέ ὅλο τόν κόσμο. –Ρωμαῖοι τινές, πού χρησιμοποιοῦσαν κατά κόρον τό «ἰῶτα» τούς ἐμέμφοντο ἄλλοι ὡς «ἰωτακιστές»–, ἡ δέ κεραία ἦταν ἡ ἑνωτική γραμμή μεταξύ δύο γραμμάτων, ἀσφαλῶς καί ἡ περισπωμένη. Ἄν θέλετε νά ξέρετε, ἡ ἑβραϊκή γλῶσσα, ὡς ἀνεκφώνητη, ἐστερεῖτο τοῦ «ἰῶτα»· ἡ δέ λατινική χρησιμοποιοῦσε τό «i» (Ἰ), τό «j» (γιώτ) καί τό «y» (ὗ γκραίκουμ) ὅμως δανεισμένα ἀπό τήν ἑλληνική.

Δεῖτε καί τοῦτο: «Ἐγώ εἰμι τό Α καί τό Ω, λέγει ὁ Κύριος ὁ Θεός…» (ἀπ. α’ 8· κα’ 6· κβ’ 13). Τί διαστάσεις δίδει ὁ Θεός στά δύο τοῦτα ἀκραῖα φωνήεντα; Τῆς ἀνάρχου ἀρχῆς καί τοῦ ἀτελευτήτου τέλους· τοῦ παρόντος καί τοῦ ἀϊδίου· τοῦ ἀπωτάτου παρελθόντος καί τοῦ ἀνεξιχνιάστου μέλλοντος: «δ’ ὤν καί ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος», «ἡ ἀρχή καί τό τέλος», «ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος» (αὐτ.). Χρησιμοποιῶντας τό «ἄλφα» καί τό «ὦ μέγα», τά δύο σύμβολα, ἔνθα περικλείονται τό ἄναρχον καί τό ἀτελεύτητον, ὁ Θεός μᾶς ὑψώνει πρός τό ἀπερινόητο καί τό ἄφθεγκτο. Δέν χρησιμοποίησε ἄλλων γλωσσῶν πενιχρά καί ἀδιάτορα σύμβολα, ἄς ποῦμε τά δύο ἀκραῖα γράμματα τῆς ἑβραΐδος φωνῆς (τό «ἄλεφ» καί τό «τάβ»), ἤ τῆς λατινίδος τοιαύτης (τό «ἄ» καί τό «ζῆτα»).

Εἶναι καί ἄλλα τά ἐν Βίβλῳ πού προάγουν τό τεκμήριο τῆς ἀνάγκης τῆς συγγραφῆς στήν τελειποιημένη ἑλληνίδα γλῶσσα. Μόνο ἕνα νά ἀναφέρουμε· ὁ θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ «ἐξ ἑβραίων» «διδάσκαλος ἐθνῶν» (Φιλ. γ’ 5 / Α’ Τιμ. β’ 7), ἀποκαλύπτει τόν σημαντικό ρόλο του, ὅτι ἐστάλη «εὐαγγελίσασθαι ἐν τοῖς ἔθνεσι» (Γαλ. α’ 16· β’ 2, 8-9 / Ἐφ. γ’ 8). Καί εὐαγγελίζεται τά ἔθνη καί τούς Ρωμαίους, σέ ποιά γλῶσσα, παρακαλῶ; Στήν ἑλληνική! Κοιτάξτε τόν Πρωτοκορυφαῖο Πέτρο, πού ἀπευθυνόμενος στούς Χριστιανούς «Πόντου, Γαλατίας, Καππαδοκίας, Ἀσίας καί Βιθυνίας» (Α’ Πέτρ. α’ 1) τούς γράφει ἑλληνιστί! Ὅταν ἡ οἰκουμένη πᾶσα μιλοῦσε ἑλληνικά, ἡ Καινή Διαθήκη θά γραφόταν στά σουαχίλι;

Ἕλληνες παντοῦ, εἴτε θέλει, κάποιος εἴτε ὄχι! Ἀκόμα καί ὁ δεύτερος πυρῆνας, πέριξ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (ἕνας Εὐαγγελιστής, Ἀπόστολοι ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα, Ἀποστολικοί Πατέρες, Ἀπολογητές) εἶναι κατά πολύ ἑλληνικός. Αὐτό, ὄχι γιά ἔπαρση, ἀλλά πρός μείζονα αἴσθηση εὐθύνης…

2) Στήν Ἐκκλησία συναιροῦνται στατικότης καί δυναμισμός, συντηρητισμός καί προοδευτικότης, βραδύτης καί βία. Ἑπομένως ὅσοι ἐγείρουν πόλεμο ἐναντίον τῶν «ἀπηρχαιωμένων ἀντιλήψεων» ἀσφαλῶς θά ἀγνοοῦν τήν παραπάνω παράδοξη συναίρεση. Βεβαίως οἱ ἐπιστῆμες, ὅπου τό νέο εἶναι τό ἐπιδιωκόμενο, προάγουν τή νέα ἀνακάλυψη καί τήν ἐμπιστεύονται περισσότερο ἀπό τήν παλαιότερη. Ἀντίθετα, στή θρησκεία, τό παλαιότερο, καί ἡ ἐμμονή σ’ αὐτό, ἐγγυᾶται τή γνησιότητα τοῦ θρησκεύματος, ὡς εὑρισκόμενο ἐγγύτερον τοῦ ἱδρυτοῦ. Ἀρκεῖ νά σᾶς θυμίσω τόν παλαιοημερολογιτισμό.
Ἐάν περιηγηθοῦμε τή σκέψη καί τά ἐπιχειρήματα, τούτων τῶν παθιασμένων μέ τήν ἀλλαγή καί τή μεταποίηση, θά διαπιστώσουμε ὅτι κατέχονται ἀπό πλήξη («ἀκηδία» ὀνομάζεται στό Ἀσκητικό λεξιλόγιο), ὅτι εἶναι ἀνώριμοι καί ὅτι ἔχουν ἐλλιπῆ γνώση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅποια καί νά εἶναι ἡ ἰδιότητά τους. Ἡ πλήξη, ἀπό τήν ὁποία αὐτοί διακατέχονται, ἀποτελεῖ ἐπακόλουθο ἀποστροφῆς πρός τή λατρεία. Λίγη ὥρα νά παραμείνουν στήν ἐκκλησία, καί δυσφοροῦν. Ἀνώριμοι δέ κρίνονται ὅτι, πρίν κἄν νά τούς διανοιχθῆ μία ἐμπειρία (ἕνας ἐσωτερικός κραδασμός, μία κοινωνία τῆς θείας ἐπισκέψεως, μία συγκλονιστική ἐμβάθυνση σέ ἕνα δόγμα, μία ἔξαρση πνευματικῆς ἀνατάσεως), εἰσηγοῦνται βλαβερές καινοτομίες.

Αὐτά πού θέλουν νά ἀλλάξουν οἱ «προοδευτικοί» περιλαμβάνονται σέ μία «γκάμμα» ἀλλαγῶν πού ἐγγίζει: τήν κανονική τάξη, τήν πνευματικότητα, τήν ἐκκλησιαστική τελεσιουργία καί λατρεία, ἀκόμα καί τή δογματική παρακαταθήκη. Ὅλα τοῦτα συγκροτοῦν τόν χαρακτῆρα τοῦ Ὀρθοδόξου ἤθους, καί ἡ ἄνευ οὐσιώδους λόγου ἀλλοίωσή τους συνιστᾶ ἀσέβεια καί ἐκτρέπει στήν αἵρεση.

3) Ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού ἀναφέρεται σχεδόν σέ κάθε ἐδάφιο αὐτῆς, εἶναι τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, δηλαδή ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Πατρός. Τοῦτο ἀποδεικνύεται περίτρανα ἤδη ἀπό τήν ἀρχή τῆς Βίβλου, ἀπό τό χωρίο α’ 26 τῆς «Γενέσεως», ὅπου ὁ δημιουργός πλάθει τόν ἄνθρωπο κατά τήν εἰκόνα Του, ἐκείνην πού θά λάβη ὅταν σαρκωθῆ, ἄνθρωπος γενόμενος. Γιά περισσότερα σᾶς παραπέμπω στό διεξοδικό βιβλίο τοῦ θεολόγου Νικολάου Σωτηροπούλου.

4) Ὄντως, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ (ἑβραϊστί «tuach») περιέχεται σέ πολλά σημεῖα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀναφέρεται, μάλιστα, καί ὡς «Πνεῦμα Ἅγιον» (Ψαλ.  ν’ 13 / Ἠσ. ξγ’ 10, 11 / Δαν. (Σωσ.) 45). Βεβαίως ἡ γνώση, πού ἀποκομίζουμε περί Αὐτοῦ, ἀπό τήν Παλαιά διαθήκη, εἶναι ἀτελής. Ὅμως διαμορφώνεται τελείως, βάσει τῆς Καινῆς Διαθήκης, κατά τήν Β’ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (381) καί τήν τῆς Ἀντιοχείας τοπική (268, 379). Πολλά διδασκόμεθα περί Αὐτοῦ ἀπό τόν ΛΑ’ Λόγο τοῦ Ἁγίου Πατρός Γρηγορίου καί ἀπό τήν Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τή Δευτέρα τῆς Πεντηκοστῆς.

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ έκφράζεστε κοσμίως